καγχαλίζομαι

καγχαλίζομαι
καγχαλίζομαι και καγχῶμαι, -άομαι (Α)
καγχαλῶ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. καγχαλῶ
αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ.: «καγχαλίζεται
χαίρει, ἱλαρύνει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καγχαλίζεται — καγχαλίζομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”